βουπρηστις

βουπρηστις
    βούπρηστις
    βού-πρηστις
    -ιδος ἥ зоол. бупрестида (предполож. один из жуков-нарывников - Meloe) Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βουπρηστις" в других словарях:

  • βούπρηστις — poisonous beetle fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουπρήστις — η (Α βούπρηστις) γένος Κολεόπτερων Εντόμων αρχ. ονομασία για διάφορα Κολεόπτερα που προκαλούσαν κοιλιακό οίδημα στα βόδια, τα πρόβατα και λοιπά κατοικίδια φυτοφάγα …   Dictionary of Greek

  • βουπρήστιδος — βούπρηστις poisonous beetle fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπρηστιν — βούπρηστις poisonous beetle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Neunfleckiger Prachtkäfer — (Buprestis novemmaculata) Systematik Klasse: Insekten (Insecta) …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»